αμήνυτος

αμήνυτος
η , ο [ος , ον ]
1) неуведомлённый, неизвещённый; 2) на которого не подано в суд;

αυτός έμεινε αμήνυτος — на него не подали в суд


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αμήνυτος" в других словарях:

  • ἀμήνυτος — not denounced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αμήνυτος — η, ο (Α ἀμήνυτος, ον) [μηνύω] 1. αυτός που δεν μηνύθηκε, δεν καταγγέλθηκε 2. αυτός που δεν προαναγγέλθηκε, που έρχεται ξαφνικά, απροειδοποίητα, δίχως να γνωστοποιήσει την άφιξή του …   Dictionary of Greek

  • αμήνυτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δεν αναγγέλθηκε με μήνυμα: Θα πάω να τον δω αμήνυτος. 2. εκείνος που δε μηνύθηκε: Τον άφησε αμήνυτο, γι αυτό τώρα κοκορεύεται …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀμήνυτον — ἀμήνυτος not denounced masc/fem acc sg ἀμήνυτος not denounced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀμήνυτα — ἀμήνυτος not denounced neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»